-
1 άνεση
[-ις (-εως)] η1) отдых, покой; έχω ανάγκη ανέσεως мне нужен отдых; 2) отсутствие спешки, нервозности; неторопливость;εργάζομαι με άνεση — работать без спешки, не торопись;
θα τα εξετάσω εν άνέσει — я рассмотрю всё это без спешки, спокойно;
3) удобства; комфортабельность;σπίτι με όλες τίς άνέσεις — дом со всеми удобствами;
4) достаток, зажиточность;ζω εν ανέσει жить в достатке -
2 άνεση
[анэси] ουσ θ покой, досуг. -
3 άνεση
1) aisance2) aise3) confort -
4 άνεση
1) dostatek (m) rzecz.2) komfort (m) rzecz.3) łatwość (f) rzecz.4) pociecha (f) rzecz.5) swoboda (f) rzecz.6) wygoda (f) rzecz. -
5 άνεση
1) komfort2) lehkost3) nenucenost4) pohodlí5) snadnost -
6 άνεση
1) comfort2) convenience3) easeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άνεση
-
7 ανέσο
το см. άνεση 1 -
8 ζω
I τό (πλ. ζδ) животноеζω2II (ε) —ζεΓς, ζει, ζοΰμε, ζείτε, ζουν и (α) —ζής, ζή, ζωμεν, ζήτε, ζωσι (αόρ. έζησα) 1. αμετ.1) жить, существовать, быть живым;ενόσω ζω2 — пока я жив;
2) жить, вести какую-л. жизнь; поддерживать существование;ζω2 ευχαριστημένος — быть довольным жизнью; — жить счастливо;
φτωχικά (πλουσιοπάροχα) — жить в бедности (на широкую ногу);ζω2 με άνεση ( — или εν ανέσει) — жить в достатке;
ζω2 με τίς ψευτιές — жить обманом;
ζει με την ελπίδα он живёт надеждой;3) жить, проживать (где-л.);ζω2 στην εξοχή — жить на даче;
4) жить, сожительствовать;ζω2 με κάποιον — а) жить вместе с кем-л.; — б) сожительствовать с кем-л.;
§ ζεί και βασιλεύει он живёт и здравствует;ζεί και ζαίνει (или ζένεται, ζώνεται) он влачит жалкое существование;όσο ζω2 και ζώνομαι — живу, кое-как перебиваясь;
πού ζείς;στα σύννεφα, στον Άρη; ты что, с луны свалился?; 2. μετ. 1) кормить, содержать;ζω2 την οικογένειά μου — содержать семью;
2) переживать, глубоко чувствовать (что-л.);αυτό το ζει με όλη του την υπαρξη он это чувствует всем своим существом; 3) лично пережить, испытывать на себе; εζησε τον αποκλεισμό он пережил блокаду; 4) осуществлять на деле, претворять в жизнь;ζω2 την φιλαλήθεια — быть правдолюбом не на словах, а на деле;
5) жить, прожить (какимлибо образом);ζω2 βίον — или ζω2 ζωή — прожить, провести жизнь;
ζω2 ζωή αφρόντιστη — прожить беззаботно;
ζω2 βίον πλήρη στερήσεων — прожить жизнь полную лишений;
αυτός (μάλιστα) ξέρει να ζήσει он умеет жить;6) (в пожеланиях, поздравлениях с частицей να): πες μου, να ζήσεις! пожалуйста, скажи мне!; να σ6*ς ζήσει (τό παιδί) поздравляю вас с рождением (ребёнка); να ζήσεις χίλια χρόνια желаю тебе долгих лет жизни; να ζήσετε, να γεράσετε желаю вам счастья до самой старости (пожелание новобрачным); γ διά ζώσης устно; έχω να ζήσω у меня всё есть, я обеспечен; πέθανε να σ'άγαπω, ζήσε να μη σε θέλω погов. что имеем не храним, потерявши — плачем
См. также в других словарях:
άνεση — η (AM ἄνεσις) [ανίημι] 1. έλλειψη βιασύνης 2. απελευθέρωση, έλλειψη περιορισμών 3. ξεκούραση, χαλάρωση νεοελλ. 1. ευκολία ζωής, βόλεμα 2. φρ. «οικονομική άνεση» οικονομική ευχέρεια, ευπορία μσν. 1. ευθυμία 2. ικανοποίηση αρχ. 1. μείωση, ύφεση 2.… … Dictionary of Greek
άνεση — η χαλάρωση, ξεκούρασμα, ανακούφιση: Οι άνθρωποι έχουν σήμερα ανέσεις που ούτε να τις φανταστούν μπορούσαν πριν μερικά χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει … Dictionary of Greek
ευχέρεια — η (ΑΜ εὐχέρεια) [ευχερής] ευκολία, ικανότητα, δυνατότητα, άνεση στη χρησιμοποίηση ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων μσν. ευκαιρία αρχ. 1. (για την τέχνη) άνεση, ευκολία κινήσεων 2. κλίση, διάθεση, ροπή για κάτι 3. προθυμία για κάτι 4. (με κακή… … Dictionary of Greek
Renault Koleos — / Samsung QM5 Renault Koleos Phase I Constructeur … Wikipédia en Français
Renault Koleos Concept — Renault Koleos Renault Koleos Constructeur Renault Classe SUV Usines d assemblage Busan , Yeongnam , Corée du Sud … Wikipédia en Français
Renault Koléos Concept — Renault Koleos Renault Koleos Constructeur Renault Classe SUV Usines d assemblage Busan , Yeongnam , Corée du Sud … Wikipédia en Français
Renault Samsung QM5 — Renault Koleos Renault Koleos Constructeur Renault Classe SUV Usines d assemblage Busan , Yeongnam , Corée du Sud … Wikipédia en Français